- ξυλοπόδης
- ξῠλο-πόδης, ου, ὁ,A with wooden feet, Hdn.Epim.212.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλοπόδης — with wooden feet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοπόδης — ο (Α ξυλοπόδης) αυτός που έχει ξύλινα πόδια, ξυλοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. αιγο πόδης] … Dictionary of Greek
ξυλοπόδου — ξυλοπόδης with wooden feet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοπόδα — ξυλοπόδᾱ , ξυλοπόδης with wooden feet masc nom/voc/acc dual ξυλοπόδης with wooden feet masc voc sg ξυλοπόδᾱ , ξυλοπόδης with wooden feet masc gen sg (doric aeolic) ξυλοπόδης with wooden feet masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek